προσποιητής

προσποιητής
ὁ, Α [προσποιοῡμαι]
αυτός που προσποιείται, ο υποκριτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσποιητῆς — προσποιητός taken to oneself fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητοῦ — προσποιητής simulator masc gen sg προσποιητός taken to oneself masc/neut gen sg προσποιητός taken to oneself masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητῇ — προσποιητής simulator masc dat sg (attic epic ionic) προσποιητός taken to oneself fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητήν — προσποιητής simulator masc acc sg (attic epic ionic) προσποιητός taken to oneself fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητῶν — προσποιητής simulator masc gen pl προσποιητός taken to oneself fem gen pl προσποιητός taken to oneself masc/neut gen pl προσποιητός taken to oneself masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσποιητά — προσποιητά̱ , προσποιητής simulator masc nom/voc/acc dual προσποιητής simulator masc voc sg προσποιητής simulator masc nom sg (epic) προσποιητός taken to oneself neut nom/voc/acc pl προσποιητά̱ , προσποιητός taken to oneself fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”